- μελάγχλαινος
- μελάγχλαινος, -ον (Α)1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοιονομασία σκυθικού φύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό-χλαινος, λινό-χλαινος)].
Dictionary of Greek. 2013.